ἐπιβατηγός

ἐπιβατηγός
ἐπι-βατ-ηγός, ἡ, ναῦς, Passagiere führend

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επιβατηγός — ό (AM ἐπιβατηγός, όν) αυτός που μεταφέρει επιβάτες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιβατηγό μεταφορικό μέσο για διακίνηση επιβατών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βατ ός (< βαίνω) + ηγός (< άγω, πρβλ. κυν ηγός, φορτ ηγός)] …   Dictionary of Greek

  • κοσμαγωγός — κοσμαγωγός, όν (Μ) 1. (για πλοίο) αυτός που μεταφέρει κόσμο, επιβατηγός 2. αυτός που οδηγεί τον κόσμο, ο κοσμαγός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)* + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. οχλ αγωγός, υδρ αγωγός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”